οδουρός

οδουρός
ὁδουρός, ὁ, ἡ (Α)
1. οδηγός
2. ληστής που ενεδρεύει, παραμονεύει στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -ουρός (< -Foρός < ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. κηπ-ουρός, τεμεν-ουρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁδουρός — conductor masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδουρούς — ὁδουρός conductor masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδουρώ — ὁδουρῶ, έω (Μ) [οδουρός] παρατηρώ, φυλάω τον δρόμο …   Dictionary of Greek

  • οδούρης — ὁδούρης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῆς ὁδοῡ ἄρχων ἤ κατάρχων». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὁδουρός, κατά τα αρσ. σε ης] …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • ὁδουροῖς — ὁδουρέω keep pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ὁδουρός conductor masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδουρῶν — ὁδουρέω keep pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὁδουρός conductor masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”